λογχοφόρων

λογχοφόρων
λογχοφόρος
spear-bearing
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επτάλογχος — ἑπτάλογχος, ον (Α) με επτά λόγχες, επτά τάγματα λογχοφόρων («ἑπτάλογχος στόλος», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek

  • Βαντόμ — I (Vendôme). Πόλη (18.359 κάτ.) της κεντρικής Γαλλίας στον νομό Λουάρ ε Σερ (Loir et Cher), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Κέντρου (Centre). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λουάρ και συνδέεται σιδηροδρομικά με το Παρίσι, στα ΒΑ. Η Β.… …   Dictionary of Greek

  • Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”